σανδάλου

σανδάλου
σάνδαλον
sandal
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • πέδιλο — Είδος ελαφρού υποδήματος που καλύπει το πέλμα και ελάχιστα το υπόλοιπο μέρος του ποδιού, είδος σανδάλου. Π. ονομάζεται και ένας μεταλλικός ή ξύλινος μοχλός με τον οποίο μπαίνει σε κίνηση με το πόδι, με τη βοήθεια ενός διωστήρα ή ενός στρόφαλου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”